Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Η κατάρα της μάνας

Παρουσίαση: Αθανάσιος Στάμος

Μια παροιμία λέει: "Πάρε ευχή από γονιό κι άντε σε κορφή βουνό" 

Λένε ότι η κατάρα της μάνας πιάνει. Άλλοι λένε ότι η μάνα όταν καταριέται κάποιο μέλος της οικογένειας της ή γενικά καταριέται οποιονδήποτε, κυρίως όταν η καρδιά της πλημυρίζει από πόνο και αγανάκτηση, χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει κατάρα και χωρίς να το πιστεύει, το κάνει απλά και μόνο για φοβέρα ή και από συνήθεια κάτι που συμβαίνει σε πολλές μανάδες σε περιοχές που  η κοινωνική εξέλιξη δεν τις έχει αγγίξει ακόμα.

Κάποτε άκουσα μια μάνα να καταριέται τη κόρη της επειδή δεν πήγαινε στη βρύση να της φέρει νερό! Οι κατάρες ήταν, «κακό χρόνο να’ χεις», «να μη σώσεις να πας, Παναγία μου» και πολλά άλλα. Όταν τη ρώτησα, μικρό παιδί εγώ τότε, σχολιαρούδι, γιατί τα λέει αυτά στη κόρη της, μου απάντησε, γιατί δεν πήγαινε στη βρύση να της φέρει νερό, της έδειχνε τ’ αυλάκι να πάρει νερό και αναγκαζόταν να πάει μόνη της, γριά γυναίκα, στη βρύση. Και τη ρωτάω ξανά, αν η κόρη της πάθει κάποιο κακό, με τόσες κατάρες που της «σούρνει» όλη την ώρα, πως θα νοιώθει η ίδια; Απάντησε ότι αγαπούσε τη κόρη της, τη λάτρευε πραγματικά και δεν θ’ άθελε να πάθει κακό, τη καταριόταν όμως για να είναι υπάκουη και να κάνει τις δουλειές του σπιτιού που της ανάθετε! Μια άλλη γειτόνισσα, η γριά Νικολάκαινα, που κατά τύχη άκουγε αυτές τις «κατάρες» μου λέει, «αγάπες είναι αυτές παιδάκι μου, μην ανησυχείς θα τα βρούνε μεταξύ τους αργότερα, αλλά και ο άγιος φοβέρα θέλει».

Η Νικολίτσα, λοιπόν, για την οποία αναφέρομαι, ήταν μια μεγαλοκοπέλα, όμορφη και καλοσυνάτη χωρίς δική της οικογένεια και έμενε με τη μάνα της στο χωριό και τις περισσότερες φορές γινόντουσαν μικροκαυγαδάκια μεταξύ μάνας και κόρης ακόμα και για ασήμαντους λόγους. Τέτοιες συμπεριφορές, τη παλιά εποχή, ήταν πολύ συνηθισμένες στα χωριά από μερικές μανάδες. Ίσως γιατί είχαν μπερδέψει τη νουθεσία με τη κατάρα.

Πέρασε αρκετός  καιρός από τότε και μια μέρα, ανήμερα της Παναγίας της Χρυσοποδαρίτισσας 23 Αυγούστου, η Νικολίτσα παίρνει το άλογο, βάζει το πλουμιστό απλάδι της στη σέλα του και σαν άλλη αμαζόνα, χωρίς να εκτιμήσει σωστά την αντίθετη γνώμη  της μάνας, ξεκίνησε  για το Μοναστήρι. Λέγεται ότι οι τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν οι δυο γυναίκες μεταξύ τους κατά την αναχώρηση  ήταν πολύ σκληρές.

Στο μοναστήρι συνηθίζεται μετά τη λειτουργία ν’ ακολουθούν κεράσματα από τους μοναχούς στους προσκυνητές στη μεγάλη σάλα τη γνωστή τραπεζαρία της Μονής και στον εξωτερικό αύλειο χώρο παλαιότερα γινόταν πανηγύρι με  δημοτική μουσική από λαϊκούς οργανοπαίχτες. Πολύς κόσμος συνέρρεε κάθε χρόνο και συρρέει και σήμερα από τη γύρω περιοχή και εκείνη τη μέρα είχε κατακλύσει τη Μονή και το γύρω χώρο με τα ζώα του επειδή θα βρισκόταν   και ο Μητροπολίτης από τη Πάτρα με την ακολουθία του. Μετά τη Θεία Λειτουργία ο Σεβασμιότατος, από τα πρώτα σκαλιά της σκάλας που οδηγεί στην εκκλησία της Μονής, άρχισε να κηρύττει, ως είθισται, τον ψυχοσωτήριο πανηγυρικό της ημέρας και οι προσκυνητές για να τον ακούσουν είχαν γεμίσει ασφυκτικά τη μεγάλη αίθουσα της τραπεζαρίας.

Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός υπόκωφος θόρυβος και τραντάχτηκε όλο το Μοναστήρι, επικράτησε μεγάλη αναταραχή στους προσκυνητές και κραυγές πόνου με σκηνές αλλοφροσύνης και πανικού να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του Μητροπολίτη. Είχε καταρρεύσει το δάπεδο της σαλοτραπεζαρίας και όσοι βρισκόντουσαν στο χώρο αυτό, βρέθηκαν σωρηδόν καταπλακωμένοι στο ισόγειο, από το πρώτο όροφο. Δεν υπήρχαν θύματα, όπως μαρτυρεί η Ελένη Βασιλοπούλου, από τη Χρυσοπηγή, που βρισκόταν εκεί και απέφυγε το κίνδυνο της πτώσης. Υπήρχαν όμως πολλοί με ασήμαντους τραυματισμούς  και δυστυχώς, ανάμεσα στους πολλούς, βαριά τραυματισμένη ήταν και η Νικολίτσα. Τη μετέφεραν στο σπίτι της με το φορείο. «Μανούλα μου η ευχή σου έπιασε!» ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε η Νικολίτσα στη μάνα της όταν την αντίκρισε. Η είδηση για αυτό το περιστατικό ξαπλώθηκε ταχύτατα σ’ όλη τη  περιοχή, δημοσιεύτηκε στις Πατρινές εφημερίδες της εποχής την άλλη μέρα και οι παλαιότεροι κάποιας ηλικίας, ίσως το  θυμούνται επειδή έλαβε χώρα στο Μοναστήρι στις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1950.

Απ’ εδώ και πέρα αρχίζει να ξετυλίγεται μια ανθρώπινη τραγωδία, ένας σωστός γολγοθάς στην πατρική οικογένεια με προσπάθειες  και «τρεχάματα», να «γίνει καλά η κοπέλα μας». Νοσοκομεία, γιατροί, φάρμακα, χειρουργικές επεμβάσεις, οικονομική κατάρρευση της πτωχής οικογένειας, δύσκολες οι μετακινήσεις, χωρίς δρόμους και αυτοκίνητα, και τελικά, η γνωμάτευση των γιατρών ήταν ότι η Νικολίτσα, θα μείνει ανάπηρη και καθηλωμένη στο κρεβάτι, κλινήρης  σ’ όλη της τη ζωή. Η μάνα, με πόνο και δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε κάθε μέρα τη Παναγία να βοηθήσει τη κόρη της να γίνει καλά και να  απαλλάξει και αυτή, από το μαρτύριο και τη μεγάλη συμφορά που τη βρήκε!

Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το τέλος αυτής της άμοιρης κοπέλας. Το ερώτημα είναι αν και κατά πόσο η «αρνητική ευχή» της μάνας στην ανυπάκουη κόρη, έπιασε ή συμπτωματικά  συνέβηκε το περιστατικό και  η ερμηνεία του ανήκει στη χώρα του αχωρήτου; Το σίγουρο όμως είναι ότι η μάνα πλήρωσε το τίμημα για τις «ευχές της». Να φροντίζει την ανάπηρη πλέον κόρη της,  σ’ όλη της τη ζωή. Η ιστορία είναι αληθινή και η καταγωγή της Νικολίτσας ήταν από το χωριό Μπούμπα, το σημερινό Ελληνικό.

«Μάνα είναι αυτή που ξέρει να πνίγει το δάκρυ και τον πόνο της. Μάνα είναι αυτή που σε μαθαίνει να πετάς για να φτάσεις εκεί που αγαπάς. Μάνα είναι αυτή που δίνει ακόμα και τη ζωή της για το ίδιο της το παιδί, ακόμα και αν αυτό δεν την αξίζει. Μάνα είναι αυτή…».

Αθανάσιος Νικ. Στάμος
Στοιχεία από το ανέκδοτο πόνημά μου

Μνήμες και θύμησες από τη Παραδοσιακή Σποδιάνα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου