Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Μνήμες από μια άλλη εποχή

Κούλα (Δήμητρα) Αρβανιτάκη-Πετρούτσου

Η Κούλα είναι μια παραδοσιακή νοικοκυρά από τις λίγες  που υπάρχουν εν ζωή και έχει μεγάλη γνώση και εμπειρία γύρω από την παραδοσιακή ζωή του χωριού μας που οι νεώτεροι σέβονται και εκτιμούν. Γεννήθηκε στη Σποδιάνα Αχαΐας που αργότερα ονομάστηκε Χρυσοπηγή και είναι η μικρότερη κόρη από την οικογένεια παπαδημήτρη Αρβανιτάκη ο οποίος πέθανε πολύ νέος που η Κούλα δεν τον γνώρισε. Τη συνάντησα, ένα πρωινό, το καλοκαίρι του 2018  στη κατοικία της. Με υποδέχτηκε με καλοσύνη και ευγένεια, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τις παλαιές Σποδιανιώτισσες νοικοκυρές και την παρακάλεσα να μου δώσει μερικές πληροφορίες από τα παλιά του χωριού μας αν θυμάται. 

Δέχτηκε με ευχαρίστηση τη πρότασή μου και μετά από ολιγόλεπτη σκέψη  άρχισε να μου αφηγείται με δέος την τραυματική της εμπειρία που βίωσε κατά τη διάρκεια της σκληρής κατοχής της χώρας από τα Γερμανικά στρατεύματα κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πως ένοιωσε την φρίκη, το φόβο, το  τρόμο και την απόγνωση όταν έβλεπε το σπίτι της τυλιγμένο στις φλόγες από τους Γερμανούς και τη πύρινη λαίλαπα να ξαπλώνεται σ’ όλο το χωριό καθώς και τη δυστυχία που επακολούθησε μετά το ολοκαύτωμα. Πως όλοι οι κάτοικοι γύριζαν ρακένδυτοι, πεινασμένοι και  απελπισμένοι στους δρόμους και στα χωράφια αναζητώντας τροφή και τρόπο στέγασης χωρίς καμία κοινωνική μέριμνα. Πως όλα τα υπάρχοντά τους είχαν καταστραφεί. «Δεν είχε μείνει ούτε μια αλλαξιά ρούχα για να αλλάξουν».  

«Το αξιοπερίεργο είναι,  συνεχίζει  η Κούλα, ότι κάποια μέρα ήρθαν στο χωριό μας μερικοί Γερμανοί στρατιώτες και προσπάθησαν να συλλάβουν εμένα, την Αγγέλω του Γιαννικόπουλου με τον αδερφό της τον Παναγιώτη (Τάκη) και το Γιάννη τον Βασιλόπουλο, δεν τα κατάφεραν όμως διότι μόλις αντιληφτήκαμε το σκοπό τους, φύγαμε τρέχοντας προς το λαγκάδι και εκείνοι φωνάζοντας στοπ στοπ δηλαδή σταθείτε σταθείτε μας ακολούθησαν μέχρι τη σπηλιά της μοντοσίτσας αλλά εμείς πηδώντας τα απότομα βράχια της ρεματιάς φτάσαμε κατάκοποι  και φοβισμένοι στην τοποθεσία ρόβολα και κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ στη καλύβα του Φίλιππα του Βέτσου. 

Αυτά που σας αναφέρω, είναι ελάχιστα από όσα υποστήκαμε από τους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς τα τέσσερα αυτά χρόνια που έμειναν στη Χώρα μας. Υπάρχουν όμως μνήμες και από άλλες εποχές που θα θέλατε να  μάθετε όπως για παράδειγμα ο αγροτικός διανομέας (ταχυδρόμος), ερχόταν στο χωριό μας τρείς φορές την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή Έπαιρνε τα γράμματα από το ταχυδρομείο της Χαλανδρίτσας και πεζοπορία, πολλών χιλιομέτρων και ειδικά το χειμώνα με τους πάγους και τα χιόνια, περνούσε από όλα τα χωριά της περιοχής, επειδή δεν υπήρχε τότε ούτε δρόμος ούτε και αυτοκίνητα όπως σήμερα και με το χαρακτηριστικό ήχο της «μουζίκας», καλούσε τους κατοίκους στη πλατεία ή σε κάποιο καφενείο  να παραλάβουν τα γράμματά τους. Υπήρχαν τότε πολλές οικογένειες που είχαν παιδιά στη ξενιτειά ή στο στρατό και περίμεναν με αγωνία να μάθουν νέα τους. 

Tο σχολείο μας είχε κατά διαστήματα 15-20 παιδιά, μαγείρευα όπως και όλες οι μητέρες φαγητό για τα παιδικά συσσίτια και το έκανα αυτό με μεγάλη αγάπη και ευχαρίστηση. Μαγείρευα όλα τα φαγητά που συνήθιζαν στο χωριό, αλλά γνώριζα και το «ξεμάτιασμα» με το λαδάκι λέγοντας τα σχετικά λόγια που όλες οι «ξεματιάστρες» τα κρατούν μυστικά. Ίσως σας φανεί περίεργο  το γεγονός ότι το σχολείο ήταν στο σημείο που είναι σήμερα το σπίτι μου. Το αγοράσαμε με τον σύζυγό μου το Γιάννη το Πετρούτσο από την εκκλησία του χωριού μας επειδή ήταν ιδιοκτησία της εκκλησίας αφού έγινε φυσικά νεώτερο σχολείο. 

Η τραγική όμως ειρωνεία της τύχης με έφερε να διαμένω το χειμώνα κάθε χρόνο στη Γερμανία μαζί με τη κόρη μου την Βασιλική. Δεν αγάπησα ποτέ τους Γερμανούς, όμως το κάνω αυτό από ανάγκη να είμαι με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Αγαπάω και  νοσταλγώ πολύ το χωριό  και έρχομαι  κάθε καλοκαίρι και διαμένω εδώ στο σπίτι μου μέχρι το φθινόπωρο. Συναντώ τους χωρικούς, τις φίλες μου, τους συγγενείς μου  μιλάω μαζί τους και αναπολούμε πολλά καλά και άσχημα γεγονότα  που σημάδεψαν τη ζωή του χωριού μας».

Να είσαι πάντα καλά Κούλα μου και σ’ ευχαριστώ για όλες αυτές τις πολύτιμες εμπειρίες που μου διηγήθηκες και οι οποίες θα αποτελέσουν περιεχόμενο για τη καταγραφή της  ιστορίας του χωριού μας που οι επόμενες γενιές θα χαίρονται να μαθαίνουν για τους προγόνους τους, πως ζούσαν, πως μεγάλωναν τα παιδιά τους, πως φρόντιζαν για την αποκατάστασή τους και πάρα πολλά άλλα ενδιαφέροντα. 

Αθανάσιος Νικ Στάμος

(Στοιχεία από το ανέκδοτο πόνημα μου 
Μνήμες και θύμησες από τη Παραδοσιακή Σποδιάνα)  

2 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή