Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Οι «Ανεβοκατεβάτες της Σποδιάνας»

   

Η κτηνοτροφία στο χωριό μας παλαιότερα ήταν πολύ ανεπτυγμένη. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι έτρεφαν αιγοπρόβατα και άλλα χοντρά ζώα που ήταν απαραίτητα για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες παράλληλα με τη γεωργία και την αμπελοκαλλιέργεια. Από τις αρχές του Μάη κάθε χρόνο, ξεκινούσαν συζητήσεις για το «ανέβασμα στο βουνό» με τα κοπάδια τους με συγκεκριμένη ημερομηνία το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου.
 Είναι μια παραδοσιακή τακτική που έχει τη ρίζα της στα πολύ παλιά χρόνια που ακολουθούν οι κάτοικοι του χωριού μας πιστά και απαρέγκλιτα και έχει τεράστια πολιτισμική και κοινωνική σημασία όχι μόνο για τους ποιμένες της Σποδιάνας, αλλά γενικά και για τους περισσότερους κτηνοτρόφους, το χειμώνα με τις στάνες τους στα «χειμαδιά» και το καλοκαίρι στα «θερινά» βοσκοτόπια.

Πολλοί συγγραφείς, λαογράφοι και ποιητές έχουν περιγράψει και υμνήσει τη ποιμενική ζωή «του βουνού και του κάμπου», «του βουνού και της στάνης». Είναι η ζωή που σαγηνεύει τους λάτρεις της υπαίθρου και τους αστούς της πόλης, ακόμα και οι πολιτικοί μας πολλές φορές με την αγκλίτσα του τσοπάνη περιδιαβαίνουν την ύπαιθρο. Τα κτηνοτροφικά προϊόντα που είναι αναγκαία για τη διατροφή του κοινωνικού συνόλου κατακλύζουν τις προθήκες των καταστημάτων και είναι προτιμητέα κυρίως η ντόπια παραγωγή, από τον Έλληνα καταναλωτή, για την αγνότητα και τη ποιότητά της. 

Τα παραγόμενα προϊόντα γάλακτος στο βουνό, ήταν το τυρί, η μυζήθρα, το βούτυρο, οι φουρμαέλες, το τουλουμοτύρι και άλλα, ανάλογα με τις εμπειρικές γνώσεις των τσοπάνηδων. Φανταχτερά ονόματα με πολύ μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων ήταν οι Γιαννικαίοι από το δρυμώνα, οι Γουρδουπαίοι (Τσουτσαίοι) από τη Λαγκάδα, οι Θεοφανόπουλοι (Αντυπαίοι) από το προντάνι, οι Ανδριόπουλοι από το Ραχινό, οι Αρβανιτακαίοι από τη Μανωλάδα, οι Σκιαδαίοι από το ποτάμι, οι Σταμαίοι από το Πάρσεβο οι Πετρουτσαίοι και άλλοι, που συνολικά, παλαιότερα προσέγγιζαν τις δέκα χιλιάδες αιγοπρόβατα και πολλά χοντρά ζώα, όπως βοοειδή, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια. 

Οι περισσότερες στάνες παρέμεναν στο βουνό σχεδόν μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Η ζωή στο βουνό εκείνη τη περίοδο ήταν συναρπαστική. Η γοητεία του ήχου από τα κυπροκούδουνα και τσοκάνια τόσων χιλιάδων αιγοπροβάτων στις καταπράσινες πλαγιές του Πλατύ, το αλύχτισμα των σκύλων, το σκούξιμο των αγριμιών του βουνού και «τους γλυκούς ήχους της αθάνατης φλογέρας» σε απόδοση Τσουτσο-Μήτσου από τη λαγκάδα και άλλων ταλαντούχων αυλητών, διέκοπταν τη σιγαλιά της νύκτας κατά το νυχτόσκαρο, αλλά και τα «ατελεύτητα κουβεντολογήματα» γύρω από τις αναμμένες φωτιές των τσοπάνηδων, η παραδεισένια βουνίσια αστροφεγγιά με το τσουχτερό αεράκι (τον καταό), κρατούσε πολλούς επισκέπτες του βουνού άγρυπνους απολαμβάνοντες τη χάρη και την ομορφιά αυτής της θαυμάσιας ποιμενικής κοινωνίας. 

Και όταν «άστραφτε η Ανατολή» και περνούσε στον ουρανό η ρόδινη αυγούλα, τα τσοπανόπουλα, με ανάρριχτη τη κάπα του τσοπάνη στους ώμους, ανηφόριζαν για τον Αηχριστόφορο ή τα Ημεράδια να εντοπίσουν τα κοπάδια τους, να τα μετρήσουν και να τα «ροβολήσουν» στη στρούγκα για το πρώτο πρωινό άρμεγμα περίπου ώρα έξι. Ο ήλιος έχει ήδη σηκωθεί «δυο τριχιές» στον ορίζοντα και η σκιά στο βράχο ουρουλιό έχει φτάσει στο «κάτω χαλιά» (σωρός από πέτρες), περίπου ώρα έντεκα, ξεκινάει το δεύτερο άρμεγμα, μαζεύουν το κορφόγαλο από το βραδινό γάλα, το βάζουν στο λαγήνι για το βούτυρο και αρχίζει η διαδικασία της πήξης. 

Ο τσοπάνης με τα τσοπανόπουλα γευματίζουν και τα γιδοπρόβατα πάνε να πιούνε νερό στο βελούχι ή στις ετιές και να ξεκουραστούν. Ο ήλιος «δείχνει πρόσωπο» στο Βράχο ουρουλιό, σχεδόν απομεσήμερο, ώρα δυο με τρείς και η διαδικασία της τυροκομικής έχει ήδη ξεκινήσει. Κάποιοι ρομαντικοί ξενύχτηδες λάτρεις του βουνού, επισκέπτονταν μερικά γρέκια, να χαιρετήσουν και να συνομιλήσουν με το τσοπάνη για να μάθουν τα μυστικά αυτής της καταπληκτικής κτηνοτροφικής κοινωνίας που διαμορφώνονταν εκείνες τις ημέρες στο βουνό και στο τέλος απολάμβαναν ένα βαθύ πιάτο «βραστογαλιά» με χωριάτικο ψωμί και τυρί που τους προσφερόταν με αγάπη από τις τσοπανοπούλες. Το τρίτο άρμεγμα γινόταν πριν «πέσει ο ήλιος» ώρα περίπου οκτώ  μετά το δειλινό.

 Στο βραδινό γάλα δεν γινόταν καμία επεξεργασία αλλά απλά ο τσοπάνης το σούρωνε στο λεβέτι με την τσαντίλα και το ανέβαζε  στις φούρκες με το λεβετόξυλο  για την επόμενη μέρα. Όταν το βουνό «έκοβε μπουχό» δηλαδή άρχιζε να ξεραίνεται το χορτάρι και το χώμα φάνταζε ξερό με σκόνη, τότε διαλύονταν οι σεμπριές και τα κοπάδια κατέβαιναν στις σταροκαλαμιές και σε άλλες περιοχές που υπήρχαν βοσκές.  Τα βαρέλια με το τυρί παρέμεναν στο βουνό στο γρέκι σκεπασμένα με υγρά κιλίμια ή λινάτσες μέχρι τον Οκτώβρη που «δρόσιζε ο καιρός».   

Να σημειώσουμε εδώ ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν μηχανικά ρολόγια για να λένε την ώρα και οι τσοπάνηδες χρησιμοποιούσαν εμπειρικά, από τη φορά του ήλιου, τη σκιά του βράχου ουρουλιό, ήταν δηλαδή ο βράχος το ηλιακό τους ρολόι. Ωριαία βασικά σημάδια είχαν τους δυο χαλιάδες (σωροί από πέτρες) «κάτω χαλιάς ώρα 10.30πμ, πάνω χαλιάς 12.30μμ και πρόσωπο ο ήλιος στο βράχο ώρα 2.30 με 3.00 το απόγευμα». Σήμερα, είναι ελάχιστοι «ανεβοκατεβάτες» Σποδιαναίοι του βουνού με τα λιγοστά κοπάδια τους που κρατάνε τη παράδοση και ζούνε το όνειρο του παλιού καλού καιρού.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας επηρέασε  τη ποιμενική ζωή. Δεν χρειάζεται πλέον η «εμπειρική γνώση» των τσοπάνηδων για τη παρασκευή της φέτας ή της μυζήθρας και άλλων  προϊόντων γάλακτος, αντικαταστάθηκε από τις σχολές τυροκομικής και τους οργανωμένους συνεταιρισμούς με τα μηχανήματα αποβουτύρωσης του γάλακτος για τη παρασκευή της φέτας με τη καθοδήγηση των επιστημόνων ή ακόμη και τη κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγωγές από άλλες χώρες. Δυστυχώς, οι εκάστοτε Κυβερνήσεις δεν αγκάλιασαν με ενδιαφέρον την εγχώρια κτηνοτροφία και η κουλτούρα της ποιμενικής ζωής «του βουνού και της στάνης», του «βουνού και του κάμπου», χάθηκε ανεπιστρεπτί.   

Αθανάσιος Ν. Στάμος
Στοιχεία από το ανέκδοτο πόνημά μου 
Μνήμες και θύμησες από τη παραδοσιακή Σποδιάνα

Περισσότερα για το χωριό μας διαβάστε εδώ!

3 σχόλια:

  1. Θανάση!! Ίσως θαπρεπε όλα όσα αναφέρεις, εμπλουτισμενα κ με άλλες πληροφορίες που θα μπορούσαν να αναζητηθούν, να αποτελέσουν ένα πόνημα, για να διασωθεί κ βεβαίως να γίνει γνωστή η ιστορία του όμορφου αυτού χωριού, που δυστυχώς, οσημεραι ερημωνεται !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστώ για το σχόλιο σας. Το άρθρο πιάνει πέντε σελίδες με περισσότερες πληροφορίες. Επέλεξα βασικά μόνο στοιχεία να αναφέρω συνοπτικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα ορεινά χωριά κρατούν ακόμα το λάβαρο των παραδόσεων και της αυθεντικής κτηνοτροφίας που όμως δυστυχώς δεν στηρίζεται από το κράτος! Σε πείσμα των καιρών έστω και λίγοι είναι εκεί και κρατούν!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή